ντούς

ντούς
το ακλ. холодный душ;

κάνω ντούς — принимать холодный душ [ν]τουφέκι τό — ружьё, винтовка [ν]τουφεκιά η — выстрел из ружья [ν]τουφεκίδι τό — стрельба из ружья [ν]τουφεκίζω μετ. — стрелять, убивать, расстреливать из ружья, винтовки [ν]τουφέκισμ||α τό , ντούςος ο — расстрел;

καταδικάζω σε ντούςο — приговорить к расстрелу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ντούς" в других словарях:

  • ντους — ντους, το και ντουζ, το (λ. γαλλ.) 1. πλύσιμο του σώματος με νερό που πέφτει σε μορφή βροχής. 2. συσκευή ειδικά διαμορφωμένη να διοχετεύει νερό σε μορφή βροχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντους — το άκλ. 1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία 2. (κατ επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού 3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia <… …   Dictionary of Greek

  • Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • εξάντλημα — το (Α ἐξάντλημα) [εξαντλώ] εξάντληση, πλήρης εκκένωση αρχ. 1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα τού ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους 2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… …   Dictionary of Greek

  • καταιονητήρας — ο 1. συσκευή καταιόνησης, κν. ντους 2. όργανο για την εκτέλεση υποκλυσμού ή πλύσεων μιας κοιλότητας τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • καταιόνηση — η (Α καταιόνησις) νεοελλ. η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους αρχ. η πλύση με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση τού …   Dictionary of Greek

  • κρουνισμός — κρουνισμός, ὁ (AM) [κρουνίζω] αναπήδηση τού νερού μσν. καταιωνισμός, ντους …   Dictionary of Greek

  • προσάντλημα — ήματος, τὸ, Α [προσαντλῶ] καταιόνιση, ντους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»